Στο παράδοξο της μικρής διείσδυσης των γενοσήμων στην ελληνική αγορά, παρά το γεγονός ότι θα μπορούσαν να συμβάλουν σε σημαντικές εξοικονομήσεις στο σύστημα υγείας διασφαλίζοντας πόρους για νέες θεραπείες, αναφέρεται μιλώντας στη healthday, η Γενική Διευθύντρια Πανελλήνιας Ένωσης Φαρμακοβιομηχανίας, κυρία Φαίη Κοσμοπούλου. Με μακρά εμπειρία σε υψηλές διοικητικές θέσεις του τομέα Υγείας, η κυρία Κοσμοπούλου αναγνωρίζει την ανάγκη για ένα ένα σύγχρονο μοντέλο παροχής υπηρεσιών στο Σύστημα Υγείας, ικανό να εξασφαλίζει τη μέγιστη αποδοτικότητα και ασφάλεια για τους Έλληνες ασθενείς.
Είστε η πρώτη γυναίκα διευθύντρια της Πανελλήνιας Ένωσης Φαρμακοβιομηχανίας. Τι προκλήσεις έχει η συγκεκριμένη θέση;
Η ανάληψη των καθηκόντων μου ως Γενικής Διευθύντριας της Πανελλήνιας Ένωσης Φαρμακοβιομηχανίας (ΠΕΦ) το 2012, έγινε μετά από μια σημαντική πορεία και απόκτηση σπουδαίας εμπειρίας σε υψηλές διοικητικές θέσεις στον τομέα της Υγείας. Η ΠΕΦ αποτελεί το θεσμικό όργανο που συντονίζει και εκφράζει τις θέσεις της ελληνικής φαρμακοβιομηχανίας. Πρόκειται για έναν μεγάλο και δυναμικό πυλώνα ανάπτυξης με ιδιαίτερη στρατηγική σημασία για την ελληνική Οικονομία. Ταυτόχρονα, όμως, είναι ένας κλάδος που αντιμετωπίζει σειρά προκλήσεων, τόσο λόγω του ευρύτερου αρνητικού οικονομικού κλίματος, όσο και λόγω των συνεχών οριζόντιων παρεμβάσεων στον χώρο του φαρμάκου. Από τη θέση αυτή, στόχος μου είναι η βέλτιστη εκπροσώπηση των εταιρειών-μελών μας στον δημόσιο διάλογο και στα θεσμικά όργανα της Πολιτείας. Επιδιώκουμε να συμβάλλουμε εποικοδομητικά στη διαμόρφωση μιας βιώσιμης και κοινωνικά δίκαιης φαρμακευτικής πολιτικής, σε συνεργασία με το υπουργείο Υγείας, τον ΕΟΦ, και τους λοιπούς φορείς της αγοράς του φαρμάκου. Το ζητούμενο είναι η δημιουργία ομαλών συνθηκών λειτουργίας στην ελληνική φαρμακευτική αγορά, οι οποίες θα επιτρέψουν την υγιή ανάπτυξη της ελληνικής φαρμακοβιομηχανίας εντός και εκτός συνόρων. Πρόκειται για ένα έργο για το οποίο απαιτείται η βαθιά γνώση των δεδομένων της αγοράς φαρμάκου και των παραμέτρων χάραξης αναπτυξιακής πολιτικής, καθώς και η δυνατότητα δημιουργίας και διατήρησης συνεργειών με τους εμπλεκόμενους φορείς, σε ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο περιβάλλον.
Γιατί θα έπρεπε να έχουμε περισσότερες γυναίκες στα κέντρα λήψης αποφάσεων;
Το ζήτημα δεν είναι ποιοι θα είναι περισσότεροι στα κέντρα λήψης αποφάσεων, αλλά να βρίσκονται εκεί οι πιο ικανοί και να έχουν τοποθετηθεί αξιοκρατικά. Ωστόσο, τόσο διεθνώς, όσο και στην Ελλάδα υπάρχει ακόμη μεγάλο χάσμα μεταξύ του αριθμού των ανδρών και των γυναικών που βρίσκονται σε θέσεις ευθύνης. Το άλλοθι ότι δεν υπάρχουν αρκετές γυναίκες με τη θέληση και τη δυνατότητα να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις, δεν ισχύει. Αν και υπάρχει πρόοδος σε σχέση με το παρελθόν, παραμένουν εμπόδια, τόσο σε πρακτικό επίπεδο όσο και σε επίπεδο νοοτροπίας. Οφείλουμε να επιταχύνουμε τις διαδικασίες που θα οδηγήσουν σε μεγαλύτερη συμμετοχή των γυναικών σε θέσεις ευθύνης, δημιουργώντας στην ουσία ένα περιβάλλον που προσελκύει, αξιοποιεί και αναπτύσσει τους πιο ικανούς. Οι αποκλεισμοί και η αναξιοκρατία στις κρίσιμες θέσεις στην δημόσια διοίκηση, την οικονομία και το επιχειρείν ισοδυναμούν με χαμένες ευκαιρίες ανάπτυξης.
Ποια πλεονεκτήματα έχει μια γυναίκα σε σχέση με έναν άνδρα;
Προσωπικά πιστεύω ότι κάθε επαγγελματίας, ανεξαρτήτως φύλου, έχει τις δικές του δεξιότητες και ξεχωριστά προσόντα βάσει των οποίων θα πρέπει να αξιολογείται και να κρίνεται. Αυτό που χρειαζόμαστε είναι η πίστη στην διαφορετικότητα του ταλέντου για να αντιμετωπίσουμε τις πολυδιάστατες προκλήσεις του σήμερα.
Κατά την προσωπική μου εμπειρία και οπτική, οι γυναίκες μπορούν να συνδυάσουν, περισσότερο από τους άνδρες, την αποφασιστικότητα με την ανθεκτικότητα, την αυστηρότητα με τη δημιουργικότητα και τον ρεαλισμό με την απλότητα και να δημιουργήσουν βάσει αυτών μια διαφορετική προσέγγιση στον τομέα της δημόσιας και της ιδιωτικής διοίκησης.
Σε κάθε περίπτωση, θεωρώ ότι η διοίκηση με αίσθημα δικαίου πρέπει να διέπει την αντίληψη αυτού που βρίσκεται σε θέση ευθύνης, είτε πρόκειται για άνδρα είτε για γυναίκα.
Έχοντας περάσει από τη διοίκηση νοσοκομείων του ΕΣΥ, έχετε βιώσει από κοντά τις παθογένειες του συστήματος υγείας. Ποιες είναι κατά τη γνώμη σας οι σημαντικότερες από αυτές; Και πώς μπορούν να αντιμετωπιστούν;
Οι παθογένειες του ΕΣΥ είναι δομικές και χρόνιες. Τόσο ο αρχικός σχεδιασμός όσο και οι μετέπειτα κατ’επίφαση μεταρρυθμίσεις δεν έχουν καταφέρει να μετασχηματίσουν τις πραγματικές ανάγκες υγείας σε υπηρεσίες και τις υπηρεσίες σε κατάλληλες δομές. Σήμερα, το Εθνικό Σύστημα Υγείας χαρακτηρίζεται από υψηλές δαπάνες, χαμηλή αποδοτικότητα και αυξημένη δυσαρέσκεια των πολιτών. Για να μπορέσει να αντιμετωπίσει ικανοποιητικά τις ανάγκες υγείας των πολιτών το ΕΣΥ θα πρέπει να αναπτύξει ένα σύγχρονο μοντέλο παροχής υπηρεσιών και δίκαιης αποζημίωσης τους. Η νέα δέσμη υπηρεσιών θα πρέπει να είναι υψηλής ποιότητας, να έχει τη μέγιστη αποδοτικότητα και να παρέχεται με ασφάλεια στους Έλληνες ασθενείς.
Πιο συγκεκριμένα, πιστεύω ότι το ΕΣΥ θα πρέπει να γίνει επιτέλους ένας σύγχρονος οργανισμός, ορθά δομημένος και λειτουργικός που θα έχει την ικανότητα της άμεσης, αποτελεσματικής και αποδοτικής χρήσης των πόρων (ανθρώπινων, οικονομικών, υλικών). Επίσης, θα πρέπει να παρακολουθεί και να επωφελείται από τις εξελίξεις και τις ευκαιρίες για αναβάθμιση και βελτίωση και να αξιολογείται συστηματικά για τα ανωτέρω και με τελικό αντικειμενικό σκοπό να καλύπτονται αποτελεσματικά οι πραγματικές ανάγκες υγείας του πληθυσμού, ανεξαρτήτως από τις γεωγραφικές ιδιαιτερότητες της χώρας (π.χ. δυσπρόσιτες, νησιωτικές περιοχές).
Γιατί η διείσδυση των γενοσήμων δεν έχει φτάσει ακόμη σε ικανοποιητικά επίπεδα;
Η διείσδυση των γενοσήμων στην ελληνική αγορά έχει βελτιωθεί ελαφρώς τα τελευταία χρόνια, αλλά έχουμε πολύ δρόμο ακόμη να καλύψουμε για να φτάσουμε σε συγκρίσιμα ποσοστά διείσδυσης με άλλες ανεπτυγμένες χώρες. H απουσία καμπάνιας ενημέρωσης για το τι είναι τα γενόσημα φάρμακα δυσκόλεψε την αποδοχή τους από τον Ελληνα ασθενή, ο οποίος προτιμάει ένα πρωτότυπο χωρίς προστασία αρκεί να είναι γνωστής εταιρείας.
Παράλληλα, οι γιατροί δεν έχουν οικονομικό κίνητρο να τους προτρέψουν να επιλέξουν μία φθηνή θεραπεία, ενώ οι φαρμακοποιοί, στην πράξη, έχουν μόνο αντικίνητρα. Τέλος, υπάρχει μια βαθιά εδραιωμένη κουλτούρα προώθησης των νέων θεραπειών, ανεξάρτητα από το εάν το ίδιο αποτέλεσμα εξασφαλίζεται από τις υπάρχουσες θεραπείες. Κάπως έτσι, έχουμε ένα πολύ υψηλό ποσοστό υποκατάστασης παλαιών θεραπειών με νέες, ακριβές θεραπείες, που ανεβάζουν το κόστος για το σύστημα υγείας και τους ασθενείς, χωρίς τα αντίστοιχα οφέλη. Είναι γνωστό ότι ευρωπαϊκές χώρες με υψηλή διείσδυση γενοσήμων (60-85% κατ’ όγκο), όπως το Ηνωμένο Βασίλειο, η Γερμανία, η Ολλανδία, το Βέλγιο και άλλες, απολαμβάνουν υψηλό επίπεδο υγείας. Αυτό οφείλεται στο ότι τα γενόσημα, ως οικονομικότερη λύση, βελτιώνουν την προσβασιμότητα στις αναγκαίες θεραπείες. Παράλληλα, η ευρεία χρήση γενοσήμων παράγει εξοικονομήσεις για τα συστήματα υγείας και απελευθερώνει πόρους που μπορούν να διατεθούν για καινοτόμες θεραπείες, όπου είναι απαραίτητο.
Έχει αλλάξει πλέον η αντίληψη των καταναλωτών, που συνήθιζε να απορρίπτει το φθηνότερο φάρμακο ως λιγότερο καλό;
Είναι γεγονός ότι υπάρχει ακόμη και σήμερα η κοινή πεποίθηση ότι ένα φθηνότερο φάρμακο είναι και ποιοτικά υποδεέστερο. Εν μέρει, οφείλεται στην έλλειψη ουσιαστικής ενημέρωσης για τα γενόσημα και τη θεραπευτική τους αξία. Πρόκειται για φάρμακα που περιέχουν δραστικές ουσίες των οποίων η χρονική περίοδος προστασίας της πατέντας έχει λήξει. Αυτός είναι και ο λόγος που οι τιμές τους είναι χαμηλότερες, ενώ είναι ακριβώς το ίδιο ασφαλή και αποτελεσματικά όπως και τα πρωτότυπα φάρμακα. Τα γενόσημα χρησιμοποιούνται ευρέως σε συστήματα υγείας σε όλο τον κόσμο και έχουν, κατά κανόνα, καλύτερα τεκμηριωμένο προφίλ ασφαλείας και αποτελεσματικότητας, βασισμένο σε κλινική χρήση ετών. Είναι, λοιπόν, σημαντικό να γίνει μια συντονισμένη προσπάθεια ενημέρωσης της κοινής γνώμης των καταναλωτών, σε βάθος χρόνου, για να ανατρέψουμε στρεβλές αντιλήψεις.
Ποια είναι τα πλεονεκτήματα των ελληνικών γενοσήμων;
Τα ελληνικά γενόσημα κυκλοφορούν στην ελληνική και διεθνή αγορά εδώ και δεκαετίες. Πρόκειται κυρίως για γενόσημα με εμπορική ονομασία, ώστε να γνωρίζουν οι ασθενείς τι αγοράζουν και σε ποιον εμπιστεύονται την υγεία τους. Παράγονται σε υπερσύγχρονα εργοστάσια στη χώρα μας, από αναγνωρισμένες ελληνικές φαρμακοβιομηχανίες, οι οποίες συμμορφώνονται με τους ίδιους ακριβώς κανόνες και πρότυπα ποιότητας με τα πρωτότυπα φαρμακευτικά προϊόντα. Υπόκεινται σε συνεχείς ελέγχους από τον Εθνικό Οργανισμό Φαρμάκων (ΕΟΦ), τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Φαρμάκων (EMA), καθώς και τους αντίστοιχους οργανισμούς των χωρών όπου εξάγονται. H ποιότητα, η ασφάλεια και η αποτελεσματικότητά τους είναι αυτονόητη. Τα ελληνικά γενόσημα αποτελούν μια διαχρονικά αξιόπιστη λύση για τους Έλληνες ασθενείς, ενώ τα εμπιστεύονται εκατομμύρια ασθενείς σε περισσότερες από 85 χώρες. Και, φυσικά, κοστίζουν λιγότερο στο σύστημα υγείας και τον ασθενή, χωρίς καμία έκπτωση στην ποιότητα της θεραπείας.
Ποια μέτρα απειλούν την ελληνική φαρμακοβιομηχανία; Τι στρεβλώσεις δημιουργούν στην αγορά;
Είναι γεγονός ότι βρισκόμαστε σε ένα κρίσιμο σημείο για την ελληνική παραγωγή φαρμάκου. Οι υπερβολικές συνεχείς μειώσεις τιμών, που κυμαίνονται μεταξύ 8-10% κάθε εξάμηνο, σε συνδυασμό με επιπλέον υπέρογκες επιστροφές και υποχρεωτικές εκπτώσεις, έχουν καταστήσει την κυκλοφορία πολλών οικονομικών θεραπειών στην ελληνική αγορά μη βιώσιμη. Παράλληλα, στο πλαίσιο της δημοσιονομικής προσαρμογής, η όποια υπέρβαση της προϋπολογισμένης από τον ΕΟΠΥΥ δαπάνης επιβαρύνει τις φαρμακευτικές εταιρείες, παρότι τα γενόσημα όχι μόνο δεν συμβάλλουν στην αύξηση της δαπάνης, αλλά παράγουν σημαντικές εξοικονομήσεις για το σύστημα. Όλα αυτά έχουν διαμορφώσει ένα ασφυκτικό πλαίσιο για την ελληνική φαρμακοβιομηχανία, το οποίο δυσχεραίνει τις επενδύσεις σε έρευνα και την ανάπτυξη νέων θεραπειών. Συνεπώς, απαιτείται μια συνολικότερη αλλαγή στην πολιτική φαρμάκου. Είναι αναγκαίο να υπάρξει ένα αποτελεσματικό σύστημα ελέγχου της συνταγογράφησης, η οποία συνεχίζει να αυξάνεται, και να εφαρμοστούν στο σύνολό τους τα θεραπευτικά πρωτόκολλα και τα μητρώα ασθενών. Παράλληλα, θα πρέπει να επανεξεταστεί ο τρόπος καθορισμού των τιμών που, τώρα, οδηγεί πολλά οικονομικά, αξιόπιστα φάρμακα στην έξοδο από την αγορά, και να δοθούν αποτελεσματικά κίνητρα για την αύξηση της χρήσης των γενοσήμων. Έτσι μόνο θα μπορέσει να μειωθεί η πραγματική δημόσια και ιδιωτική δαπάνη και να διασφαλιστούν πόροι για νέες θεραπείες, όπου αυτές αποδεδειγμένα παρουσιάζουν σημαντικά πλεονεκτήματα για τους ασθενείς.
Μπορεί η ελληνική φαρμακοβιομηχανία να αποτελέσει το εισιτήριο για την ανάπτυξη; Υπό ποιες προϋποθέσεις;
Σειρά μελετών από αξιόπιστους φορείς (ΙΟΒΕ, McKinsey) έχουν αναλύσει τις προοπτικές της ελληνικής φαρμακοβιομηχανίας. Ο κλάδος μας έχει τη δυνατότητα να λειτουργήσει ως μοχλός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας, ακόμη και να αναδειχθεί σε περιφερειακή δύναμη ιατρικής έρευνας και τεχνολογίας στη Νότια Ευρώπη και την Ανατολική Μεσόγειο.
Έχει υπολογισθεί ότι αν το 60% της αγοράς καλυφθεί από φάρμακα εγχώριας παραγωγής, η συνολική επίδραση στο ΑΕΠ θα είναι της τάξης των 3,5 δις ευρώ, ενώ θα δημιουργηθούν περισσότερες από 2.000 νέες θέσεις εργασίας. Παράλληλα, θα συγκρατηθεί σημαντικά η φαρμακευτική δαπάνη, λόγω της χρήσης οικονομικότερων θεραπευτικών επιλογών.
Προϋπόθεση είναι να προχωρήσουν αποφασιστικά οι απαραίτητες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και να σπάσει ο φαύλος κύκλος των οριζόντιων μέτρων που έχουν δημιουργήσει σημαντικές στρεβλώσεις. Μια δέσμη δυναμικών παρεμβάσεων για την αναδιάρθρωση της αγοράς φαρμάκου θα επιτρέψει την υγιή ανάπτυξη των ελληνικών παραγωγικών φαρμακοβιομηχανιών με ταυτόχρονα πολλαπλά οφέλη για την ελληνική οικονομία, μέσω της δημιουργίας προστιθέμενης αξίας, της αύξησης των φορολογικών εσόδων και των εργοδοτικών εισφορών, καθώς και της ενίσχυσης της απασχόλησης.